Translate (μεταφραση)

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2019

Ο μεγάλος περίπατος του... Γιάννη

«Στους δύο από τους τέσσερις τοίχους του δωματίου μου, έχω φτιάξει ένα κολάζ-σαν σχεδιάγραμμα, για τον «Πέτρο» που παίζω στο Βασιλικό Θέατρο.
Κάθε μέρα που ξυπνάω, το βλέπω και μου θυμίζει τις λεπτομέρειες που μου δίνουν δύναμη, να φύγω για την παράσταση.
 Όταν τελειώνει η παράσταση, οι πρόβες, οι δουλειές και νυχτώνει….το καλύτερό μου, στο τέλος της μέρας, είναι να «εξαφανίζομαι». Να παίρνω μια μπύρα, να πηγαίνω μόνος σε ένα μέρος και να κοιτάω τη θάλασσα. Δεν είμαι τόσο μοναχικός, δίνω χώρο εκεί που θέλω. Δεν είμαι του «do not disturb».
Ανήκω στους «παρακαλώ, ενοχλείστε», αλλά εκεί που θα εντοπίσω ότι αξίζει. Ταυτόχρονα, θέλω και τις «παύσεις» μου. Από εκεί και πέρα, οι παρέες είναι και εκτός θεάτρου. Βέβαια, θα μαζευτούμε να παίξουμε μπάλα οι ηθοποιοί και θα πέσει και πολύ γέλιο. Σου ΄χω πει, ότι μικρός ήθελα να γίνω ποδοσφαιριστής;». Ο Γιάννης Γκρέζιος στο rejected…

 -Πού μεγάλωσες;

Γ.Γ.: Γεννήθηκα στην Καλαμαριά και στα έξι μου χρόνια, φύγαμε στο χωριό της μητέρας μου, την Κρήνη Χαλκιδικής, ένα μικρό χωριό, δίπλα στο σπήλαιο των Πετραλώνων. Μεγάλωσα μέχρι τα 15 μου χρόνια, σε ένα χωριό 300 ατόμων, σε ένα τεράστιο σπίτι που το έλεγες και αγρόκτημα, με κότες, πάπιες, σκύλους. Μετά έκανα 6 μετακομίσεις. Όταν στην εφηβεία χώρισαν οι γονείς μου, επακόλουθο ήταν να μείνω με τον έναν από τους δύο γονείς και έτσι ξαναήρθα Θεσσαλονίκη, στο Ντεπό. Για δύο χρόνια έμεινα στο Ντεπό, μετά πήγαμε στην Τούμπα. Όταν τελείωσα το Λύκειο, πέρασα στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης. Αλλά, σηκώθηκα κι έφυγα από το σπίτι και πήγα να μείνω στο μέρος που γεννήθηκα, στην Καλαμαριά. Έζησα 18-21 χρονών, για τρία χρόνια, ολομόναχος. Εκεί διαμορφώθηκα. Εκεί άρχισα να ανακαλύπτω, τι μου αρέσει τι όχι, τι θέλω να κάνω και τι όχι. Η Θεολογική Σχολή με βοήθησε στο «να τα ξεδιαλύνω». Το μικρόβιο με το θέατρο το είχα από τα 15-16  μου χρόνια. Βέβαια, υπάρχουν δύο ιστορίες πάντα σε αυτά. Μία μέχρι να το ανακοινώσεις στους γονείς και μια μετά αφού ανακοινώσεις στους δικούς σου, ότι θες να γίνεις ηθοποιός. Πώς έγινε; Ένα βράδυ, με πήρε ο ύπνος πάνω στον υπολογιστή. Κανονικότατα. Ξυπνώντας, γύρω στις 08.00 το πρωί από το άβολο της στάσης ύπνου, κάνω refresh τη σελίδα του facebook και «πετάγεται» μπροστά μου, πρώτο-πρώτο, ένα post από το Κ.Θ.Β.Ε που καλούσε σε δωρεάν σεμινάρια προετοιμασίας σε Δραματικές Σχολές. Μέχρι τότε έπαιζα ερασιτεχνικά, είδα ότι το «εφηβικό πυροτέχνημα» με το θέατρο δεν μου τελείωνε μέσα μου, αλλά και χρήματα να δίνω σε ιδιωτικές σχολές δεν είχα. Ήμουν σε ηλικία που δούλευα σε εντελώς άσχετες δουλειές, για να είμαι ανεξάρτητος στο πατρικό που έμενα μόνος..


-Πού έχεις δουλέψει;

Γ.Γ.: Έχω δουλέψει νύχτα, υποδοχή σε «ελληνάδικα», ως σερβιτόρος. Έχω δουλέψει στη Vodafone, hunter, στο δρόμο, έδινα νούμερα. Και όλες αυτές οι δουλειές και άλλες τόσες, δεν θα ήθελα να λείπουν από το βιογραφικό μου. Ούτε μία. Γιατί όλες είχαν να κάνουν με ενασχόληση, τριβή και επαφή με τον κόσμο. Κι όπως νωρίτερα σου έλεγα, πήγα στα σεμινάρια, μα αίτηση για να δώσω σε Σχολή δεν έκανα. Είχα μια διστακτικότητα. Τελικά, έκανα τα χαρτιά μου, έδωσα, πέρασα στη β΄φάση κι εκεί «ξύπνησα», ως ο ένας ανάμεσα στους 30. Δεν πέρασα εκείνη τη χρονιά. Κόπηκα. Αλλά, πλέον, είχα βρει το δρόμο. Ήξερα το στόχο μου. Τον επόμενο χρόνο, πιο συνειδητά, ξαναέδωσα και πέρασα στο Κρατικό. Μέσα στα χρόνια της Σχολής, «έβγαλα» όλα όσα είχα μέσα μου. Ήταν-σχεδόν-προαπαιτούμενο «να βγάλεις».

«Πέταξα» τη ντροπή μου και συνειδητοποίησα ότι έχω δύναμη
- Ποιό είναι το πρώτο πράγμα που «έβγαλες»;

Γ.Γ.: «Πέταξα» τη ντροπή μου και συνειδητοποίησα ότι έχω δύναμη. Μέχρι τότε, δεν επικοινωνούσα εύκολα. Άκουγα πολύ, που ήταν καλό και με βοηθούσε, χώρια που τα φίλτραρα, αλλά «συνδέθηκα» με τους ανθρώπους πιο ουσιαστικά.


Όταν έχεις σκυλί είναι σα να έχεις παιδί.
- Όταν έφευγες από τη Σχολή, ποιες βόλτες έκανες;

Γ.Γ.: Θα περνούσα σίγουρα από την Παραλία. Μου κόστιζε στη Σχολή, όπως κι όταν δούλευα νύχτα, ότι δεν έβλεπα ήλιο. Χάνεις τον ήλιο, όταν μπαίνεις το πρωί για μάθημα και βγαίνεις βράδυ. Πόσο μάλλον, όταν τα περισσότερα μαθήματα γίνονται στα υπόγεια. Έτσι, στις βόλτες μου, ισοφάριζα με θάλασσα. Λίγο αέρα και πολλή μουσική. Τώρα, δε, που έχω χάσει τα ακουστικά μου, περνάω πολύ δύσκολα. Είναι η πρώτη μου, κοντινή αγορά, τα ακουστικά. Μετά τα μαθήματα, στις βόλτες μου, άκουγα ή ηλεκτρονική μουσική ή Σοπέν. Φέτος, είναι πιο συγκεκριμένο το ωράριο. Ξυπνάω την τάδε ώρα να φύγω το πρωί, να παίξω για τα σχολεία και τις Κυριακές, τις παραστάσεις, θα κάνω συγκεκριμένες διαδρομές. Υπάρχει πια, playlist. Συνήθως προστίθενται κομμάτια, δεν αφαιρούνται. Έχω φάει σκάλωμα, με το «Soldier» της Neneh Cherry-το έχω λιώσει. Αχ…το «Ιt’s over» από Morrissey, το έχεις ακούσει; Δεν είναι υπέροχο;

-:Βέβαια, έχεις κορίτσι να βγαίνεις παρέα σε αυτές τις βόλτες…Καλά, δεν τα λέω;

Γ.Γ.: Το σκυλί μου, η Έμμα, ένα beagle δύο χρονών που μπήκε στη ζωή μου, ακριβώς πριν δύο χρόνια. Από μικρός στο χωριό είχα μάθει στη μεγάλη αυλή με τα ζώα, και ήθελα-μου έλειπε στην πόλη, στο σπίτι, η παρουσία ενός τέτοιου «φίλου» μέσα στο σπίτι. Έψαχνα και το είχα διασπείρει σε όλους μου τους φίλους. Μια μέρα χτυπάει το τηλέφωνο και είναι μια φίλη που μου λέει για γέννα σκύλας με ένα θηλυκό κουτάβι. Λέω, είναι δικό μου! Κι έτσι υιοθέτησα την Έμμα. Όταν έχεις σκυλί είναι σα να έχεις παιδί. Νιώθω μεγάλη ευθύνη απέναντι σε αυτό το πλάσμα. Όλα εξαρτώνται από μένα. Αν εγώ δεν γυρίσω στο σπίτι στην ώρα μου δεν θα φάει. Αυτή η σκέψη μπορεί να με τρελάνει. Μπορώ να σηκωθώ, να παρατήσω καφέδες, γέλια, δουλειές και χαβαλέδες, μόνο και μόνο για να γυρίσω να την ταΐσω. Όπως δεν θέλω να μένει πολλές ώρες μόνη της. Όταν τα σκυλιά σε βλέπουν εκκρίνουν μια ουσία, που εμείς εκκρίνουμε μόνο όταν είμαστε ερωτευμένοι. Τέτοια, λοιπόν η αφοσίωση, αυτό είναι το δέσιμο και η «ζημιά» που έχω πάθει με την Έμμα. Δηλώνω τελείως ερωτευμένος με την Έμμα.


-Η Έμμα ότι έχει να σου πει, θα στο πει, «ξεκάθαρα»;

Γ.Γ.: Εννοείται! Όλες οι κινήσεις είναι άδολες και ξεκάθαρες. Το σκυλί θα έρθει να σου πει «έρχομαι, γιατί θέλω το χάδι» ή «έρχομαι, γιατί θέλω το χάδι και μια λιχουδιά». Είναι όλα ξεκάθαρα! Οι άνθρωποι, όταν έρχεται ένα αγαπημένο πρόσωπο, τρέχουμε στη πόρτα, όπως κάνουν τα ζώα από χαρά; Δεν έχει υπάρξει ούτε μια φορά που η Έμμα δεν έτρεξε στη πόρτα «να μου πει» το δικό της «γεια σου, τί κάνεις»! Η Έμμα είναι πάντα εκεί. Κοιμάται; Δεν κοιμάται; Είναι στο άλλο δωμάτιο; Μόλις ανοίξει η πόρτα είναι εκεί να χαρεί, να χαιρετήσει, να πάρει το χάδι. Χώρια που καταλαβαίνει, τα δύσκολα μου. Όταν έχω «βαριά καρδιά» κατανοώ ότι το νιώθει. Αλλάζει το βλέμμα της, ο ρυθμός της. Από εκεί που είναι στη τσίτα, κάνει μια παύση και σε κοιτάει. Χώρια που αντιλαμβάνεται την ώρα της βόλτας. Κάθεται στη πόρτα και μια κοιτάει εσένα, μια τη πόρτα. Όπως εγώ μαθαίνω το χαρακτήρα του σκύλου-γιατί έχει χαρακτήρα-μαθαίνει κι εκείνο τον δικό μου. Μακάρι και οι άνθρωποι να είμασταν τόσο ξεκάθαροι και τόσο τίμιοι στις μεταξύ μας σχέσεις…

- Ήταν εύκολο να μπεις «ξεκάθαρα» και τίμια, στην ερμηνεία του «Πέτρου» της Άλκης Ζέη;

Γ.Γ.: Ήταν ο μόνος τρόπος. Ο Τάκης Τζαμαργιάς που μας σκηνοθέτησε, θεωρούσε πως μόνο με την αλήθεια μπορείς να μπεις μέσα σε όλα. Άδολα και Αθώα. Και το πιστεύω απόλυτα. Θέλω να το κάνω. Είτε μιλάμε για εννιάχρονο αγόρι που ζει στην κατοχική Αθήνα, είτε όποιος άλλος ρόλος είναι, μόνο αν ασχοληθείς με αλήθεια με το ρόλο, κι όχι με σένα, είναι ο μόνος «δρόμος». Όχι γιατί λέει ότι λέει, αλλά…τί λέει. Το «γιατί» είναι κάτι άλλο. Μα το «τί λέει», είναι αυτό που οφείλεις εσύ να πεις.


-Ο Τάκης Τζαμαργιάς είναι «σταθμός» για σένα;

Γ.Γ.: Αδιαμφισβήτητα, ο Τάκης Τζαμαργιάς είναι «σταθμός» για μένα. Πρώτη φορά παίζω ρόλο με τόση ευθύνη, αλλά και γιατί ο Τάκης θέλει να παρουσιάσει κάτι άρτιο που δεν υποτιμά τη νοημοσύνη κανενός θεατή. Όλο το άγχος του έχει να κάνει με το τί θα παραδώσει στο θεατή. Ο Τάκης δεν ξέρει από ευκολίες, ημίμετρα και περίπου «ευκολίες». Αν σε δει να το κάνεις, στο κόβει από τη πρώτη πρόβα. Ο Τάκης δεν λυπάται τις λέξεις και θα σου πει αυτό που σκέφτεται. Δεν θα αφήσει να πέσει τίποτα κάτω. Κι από εκεί πηγάζει το άγχος που έχει, με την έννοια της έγνοιας και της αγωνίας γι αυτό που ετοιμάζει. Δεν επαναπαύεται ούτε πέντε λεπτά πριν τη πρεμιέρα. Είναι εκεί, μαζί σου. Με «ντόπαρε» ο Τάκης. Για το ρόλο έχασα 15 κιλά. Με πήρε τηλέφωνο τη Πρωτομαγιά, να με ενημερώσει ότι του χρόνου θα παίζω το «Πέτρο». Οι πρόβες θα ξεκινούσαν 20 Αυγούστου-καταλαβαίνεις αφοσίωση σε αυτό που πρόκειται να κάνει; Πρωτομαγιά με βρήκε στο φαράγγι του Βίκου, όπου έβρεχε κιόλας και θεωρούσα-όσο μιλούσα- απομακρυνόμενος από τη παρέα, ότι θα χαθώ μέσα στο φαράγγι. Και μιλάμε για φαράγγι όπου είναι μια ευθεία, αλλά που να τα σκεφτώ εκείνη τη στιγμή, αυτά! Στο τηλέφωνο μιλούσαμε γύρω στη μία ώρα, όπου κατάλαβα το μέγεθος της ευθύνης. Δεν ήθελε να κάνουμε μία παιδική παράσταση και τέλος. Όχι!


- Σε ποιόν θα πεις, όταν χρειαστεί, το πόνο σου, τη γκρίνια και τα σχετικά; Ποιός είναι ο πρώτος στη κλήση του κινητού τηλεφώνου σου;

Γ.Γ.: Η αδερφή μου είναι ο άνθρωπος που θα ακούσει όλα τα δικά μου. Η Ελένη, είναι 20 χρονών, επτά χρόνια μικρότερή μου, πλέον συγκατοικούμε και είναι εκείνη που θα της εξομολογηθώ τα πάντα. Γκρίνιες, δουλειές, οντισιόν, έρωτες, γκομενικά, όλα τα λέω στην αδερφή μου. Έχουμε τόσο βαθιά κατανόηση ο ένας για τη ψυχή του άλλου, όπου και «κώλος» να γίνουμε, τα έχουμε βρει εκ προοιμίου. Δεν υπάρχει κάτι που δεν συζητάω μαζί της.


Συγκινητικές στιγμές που έζησες στο «μεγάλο περίπατο του Πέτρου»;

Γ.Γ.: Ο Βασίλης Παπαδόπουλος που παίζει στην παράσταση τον «Σωτήρη», τον κολλητό φίλο του «Πέτρου», σε μια δύσκολη στιγμή του έργου, όπου «χάνεται», γυρίζει και λέει τη φράση «που ΄σαι ρε μάνα». Εγώ διαλύθηκα ένα πρωί, όταν το είπε. Η φράση του χτύπησε και το τελευταίο μου κύτταρο. Δίχως να έχω τόσο έντονη σχέση με τη μάνα μου, είμαστε σε άλλο επίπεδο, δεν μιλάμε πρωί-μεσημέρι-βράδυ, παρά μόνο όταν ο ένας έχει την ανάγκη του άλλου, δεν έχουμε «υστερίες χαράς» και πληθώρες συναισθημάτων. Οπότε, δεν υπάρχουν και απωθημένα…αλλά εκείνη τη στιγμή με «άγγιξε» η φράση του δυνατά! Αχ…μια άλλη φορά, ήρθε ένα κοριτσάκι, η Χριστίνα, που πηγαίνει Δευτέρα Δημοτικού και μου ζήτησε να πάω κοντά της, για να μου δώσει μια καραμέλα και μου λέει «δεν χρειάζεται να κλαις»…»όχι, μη κλαις»…Ή μια Κυριακή, ένας 82χρονος κύριος, που έζησε το πόλεμο, ήρθε μετά στα καμαρίνια κλαίγοντας και λέγοντας μου, «μη ζήσετε πόλεμο» μου ζήτησε κάτι….στην υπόκλιση να βγάζω το «Θόδωρο», τη χελώνα του «Πέτρου»…Λίγο φορτίστηκα. Πάμε μια βόλτα, να πάρουμε λίγο αέρα;




Αναδημοσίευση-Πηγή: rejected.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου