Την αγάπη της για την Ελλάδα, την οποία χαρακτηρίζει πατρίδα της πλέον, αλλά και τη μεγάλη τιμή που ένιωσε μαθαίνοντας για την ελληνική ιθαγένεια
περιγράφει η Βικτόρια Χίσλοπ σε άρθρο της στην «Daily Mail».
Είχε κάνει ελάχιστα ταξίδια στη ζωή της. Ωστόσο, όταν οι γονείς της αποφάσισαν να χωρίσουν, η μητέρα της, Μαρία, την πήρε για ένα ταξίδι μαζί με την αδερφή της στην Αθήνα. Και από τότε ένας νέος έρωτας γεννήθηκε.
Η πρώτη της επίσκεψη στην Ελλάδα
Οπως περιγράφει η Βικτόρια Χίσλοπ: Ηταν στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ημουν 17 χρόνων και αμέσως ερωτεύτηκα. Οχι ένα ντόπιο αγόρι με σκούρα μάτια, αλλά την ίδια την Ελλάδα. Αυτή η πρώτη εμπειρία του καθαρού, λαμπερού φωτός του Αιγαίου και η υπέροχη ζεστασιά του μεσογειακού ήλιου έμεινε μαζί μου έκτοτε.
Ξεκινήσαμε με επισκέψεις σε όλους τους αρχαιολογικούς χώρους, περιπλανιόμασταν με λεωφορείο, αρκετές φορές χαθήκαμε προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσουμε τις πινακίδες του δρόμου σε ένα άγνωστο αλφάβητο και σχεδόν λιώσαμε στη ζέστη του Αυγούστου. Η Αθήνα ήταν ζεστή, μπερδεμένη και θορυβώδης, αλλά λάτρεψα τα πάντα σε αυτήν.
Αφού είδαμε ό,τι μπορούσαμε στην Αθήνα, πήραμε ένα φέρι μποτ για το νησί της Πάρου, στο οποίο υπήρχαν ασβεστωμένα χωριά και εκκλησίες με μπλε θόλους. Εχοντας περάσει τις περισσότερες προηγούμενες καλοκαιρινές διακοπές στη βοτσαλωτή παραλία στο Bognor Regis, η απαλή λευκή άμμος ήταν μια αποκάλυψη.
Το νησί της Σπιναλόγκας
Η μητέρα μου άναψε τη σπίθα που πυροδότησε το διά βίου ελληνικό πάθος μου και ενέπνευσε το μυθιστόρημά μου, το «Νησί», για τη Σπιναλόγκα, ένα μικρό νησί ανοικτά των ακτών της Κρήτης, το οποίο ήταν η τελευταία κατοικία των λεπρών.
Το τηλεφώνημα από τον Κυριάκο Μητσοτάκη
Σκέφτηκα τη μητέρα μου την περασμένη εβδομάδα, όταν το τηλέφωνό μου χτύπησε στις 10 το πρωί σε ένα ήσυχο πρωινό Πέμπτης. Απάντησα στον άγνωστο αριθμό που αναβόσβηνε στην οθόνη μου και άκουσα τις απροσδόκητες λέξεις: «Εχω τον πρωθυπουργό για εσάς».
Το άτομο στη γραμμή μιλούσε ελληνικά, οπότε ήξερα ότι δεν θα ήταν ο Μπόρις Τζόνσον. Μετά άκουσα μια φωνή που μου είχε γίνει οικεία: αυτή του Κυριάκου Μητσοτάκη, του Ελληνα πρωθυπουργού. Ο κ. Μητσοτάκης με καλούσε για να μου προσφέρει τιμητική ελληνική ιθαγένεια για την προώθηση της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας και του πολιτισμού μέσω των γραπτών μου.
Το να πω ότι ήμουν ενθουσιασμένη είναι υποτιμητικό. Αλλά ήταν κρίμα που δεν μπορούσα να το μοιραστώ με τη μητέρα μου. Το τηλεφώνημα πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο, σχεδόν 4 μήνες μετά τον θάνατό της σε κέντρο φροντίδας ηλικιωμένων σε ηλικία 92 ετών. Η μητέρα μου ήταν εκεί στην αρχή της σύνδεσής μου με την Ελλάδα και χρόνια αργότερα με συνόδευσε στα ερευνητικά μου ταξίδια στην Κρήτη.
Μετά από αυτές τις πρώτες μου διακοπές με τη μητέρα μου, έγινα αυτό που θα μπορούσε να πει κανείς «φιλέλληνας», καθώς επισκεπτόμουν τη χώρα κάθε χρόνο, απολαμβάνοντας την τεράστια ποικιλία τοπίων και το υπέροχο καλοκαιρινό κλίμα.
Φυσικά, υπήρχαν ατελείωτα ταξίδια σε παρθένες παραλίες και απομονωμένους κόλπους, ακόμη και με την οικογένειά μου, τον σύζυγό μου Ιαν και τα παιδιά μας, που εξακολουθούν να επισκέπτονται μόνα τους την Ελλάδα.
Φυσικά, κάναμε εξίσου πολλές επισκέψεις απολαμβάνοντας τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό -την Αθήνα, την Κόρινθο και ιδιαίτερα την Κρήτη, όπου υπάρχουν συναρπαστικά ερείπια μινωικών ανακτόρων, που χρονολογούνται πριν από 4.000 χρόνια.
Ερείπια κατοικιών στη Σπιναλόγκα
Κάναμε επίσης, ταξίδια την άνοιξη, όταν το περπάτημα ήταν η κύρια δραστηριότητά μας. Στην Κρήτη, τα βουνά και τα φαράγγια είναι εντυπωσιακά, όπως και τα απέραντα λιβάδια με άγριο χαμομήλι, για να μην αναφέρουμε τους καταρράκτες, όπου μπορείτε να κολυμπήσετε.
Η γνωριμία με τη Σπιναλόγκα
Στη συνέχεια, το 2001, όλα άλλαξαν στις καλοκαιρινές μας διακοπές στην Κρήτη. Τα παιδιά ήταν ακόμη μικρά και προτιμούσαν να κάνουν μπάνιο σε κάποια παραλία, παρά να περνούν τον χρόνο τους σε ένα μουσείο. Εντόπισα ένα μέρος που φαινόταν να καλύπτει όλα τα «θέλω»: ένα σύντομο ταξίδι με καραβάκι σε ένα νησί όπου μπορούσε να κάνει κανείς βουτιές από τα βράχια, σε συνδυασμό με μια βόλτα γύρω από ένα ενετικό οχυρό και έναν μικρό οικισμό, κάποτε καταφύγιο των λεπρών.
Μετά από ένα σύντομο ταξίδι μόλις 10 λεπτών, φτάσαμε στη Σπιναλόγκα. Καθώς αποβιβαστήκαμε, με εντυπωσίασε η απροσδόκητη ομορφιά αυτού του μικρού νησιού. Είχα πιστέψει ότι ένα μέρος όπου οι άνθρωποι θα πήγαιναν με μία ανίατη ασθένεια θα ήταν καταθλιπτικό, αλλά μπορούσα να δω όλα τα χαρακτηριστικά μιας ακμάζουσας κοινότητας: ερείπια καταστημάτων, όμορφα σπίτια, ένας φούρνος, μια μικρή εκκλησία, ένα καφενείο. Ηταν σαφώς ένα μέρος όπου οι άνθρωποι πήγαιναν για να ζήσουν και όχι να πεθάνουν, και αυτό με γέμισε αισιοδοξία και θαυμασμό για το πώς είχαν επιζήσει.
Μια επίσκεψη στη Σπιναλόγκα την έπεισε να γράψει ένα μυθιστόρημα όπου θα αφηγούνταν τις ιστορίες των λεπρών που έζησαν εκεί
Αποφάσισα ότι ήθελα να γράψω μία ιστορία για μια ομάδα ασθενών και για το πώς θα έμοιαζε να μένεις στην εξορία, σχεδόν απέναντι από τα αγαπημένα σου πρόσωπα στην ηπειρωτική χώρα. Η μητέρα μου, ενώ ήταν πάντα υποστηρικτική για ό,τι κι αν έκανα, δεν της άρεσε η ιδέα πως θα έγραφα ένα μυθιστόρημα για πρώτη φορά και μάλιστα για το θέμα της λέπρας.
Τα συχνά ταξίδια στην Κρήτη με αφορμή το μυθιστόρημά της
Επέστρεψα στην Ελλάδα πολλές φορές τους επόμενους μήνες για να ερευνήσω το θέμα και αυτήν τη φορά εγώ είχα ζητήσει από τη μητέρα μου να έρθει μαζί μου. Περιπλανηθήκαμε, οδηγώντας σε απομακρυσμένα χωριά, απολαμβάνοντας την ατμόσφαιρα και τα διαχρονικά τοπία της Κρήτης. Ηταν πολύ διαφορετικά από τα προηγούμενα ταξίδια μας, τουλάχιστον στην Αθήνα. Πείραζα τη μητέρα μου γιατί εξακολουθούσε να είναι όμορφη και να τραβά κάποιες φορές την προσοχή των ηλικιωμένων ανδρών. Αν ήμασταν σε μια ταβέρνα, μερικές φορές μας έστελναν μια κανάτα κρασί.
Συχνά, τη χρησιμοποιούσα ως «δόλωμα», προσποιούμενη ότι τη φωτογραφίζω, όταν στην πραγματικότητα τραβούσα ένα στιγμιότυπο από ένα υπέροχο ελληνικό πρόσωπο, του οποίου η φωτογραφία θα με ενέπνεε αργότερα για έναν χαρακτήρα του βιβλίου μου. Το «Νησί» κυκλοφόρησε το 2005 και μεταφράστηκε σε 35 γλώσσες. Στη συνέχεια ακολούθησε η προσαρμογή στην ελληνική τηλεόραση και έζησα ημιμόνιμα στην Κρήτη για 18 μήνες, δουλεύοντας πάνω στο σενάριο και την παραγωγή της σειράς.
Η ελληνική φιλοξενία
Ηταν μια εποχή πλήρους εμβάπτισης στη γλώσσα, τη μουσική, τον πολιτισμό, την νοοτροπία και τον ελληνικό τρόπο ζωής. Αρχισα να έχω την αίσθηση πως «επέστρεφα σπίτι» κάθε φορά που έφθανα στην Κρήτη. Εμαθα ελληνικά με έναν τοπικό δάσκαλο και η γνώση μου για τον πολιτισμό, τη μουσική και την ποίησή της άρχισε να επεκτείνεται.
Αγόρασα ένα σπίτι στο νησί και γνώρισα πολλούς Ελληνες. Αρχισαν να μου φέρονται σαν «μία από αυτούς» που σήμαινε ότι με πήγαιναν σε μέρη που δεν ήταν τουριστικά. Θυμάμαι μια επίσκεψη σε ένα εστιατόριο σε ένα δρομάκι στον Αγιο Νικόλαο (όχι σε ένα μοντέρνο σημείο κοντά στη θάλασσα), και να τρώω φαγητό που ήταν τόσο αυθεντικό και φρεσκομαγειρεμένο, σαν να ήταν στο σπίτι κάποιου (ονομάζεται «Πόρτες», με χαρά μοιράζομαι το μυστικό).
Το ίδιο συνέβη και με τις παραλίες. Οι ντόπιοι φίλοι με πήγαν στις αγαπημένες τους, μία που ονομάζεται Βούλισμα, που έχει μια καλύβα στην μία άκρη και σερβίρει μόνο σουβλάκι και σαλάτα, αλλά είναι τα καλύτερα του κόσμου.
Οι Ελληνες είναι ένας πολύ φιλόξενος λαός. Εάν εμφανιστείς σε ένα πολυσύχναστο εστιατόριο, δεν θα σε αφήσουν να φύγεις. Θα μετακινήσουν μερικά τραπέζια, για να χωρέσεις κι εσύ. Εάν πας σε γάμο στην Κρήτη, δεν υπάρχουν μόνο μερικοί εκατοντάδες καλεσμένοι, αλλά μερικές χιλιάδες (αν και αυτό φέτος έχει αλλάξει, λόγω κορωνοϊού).
«Η Ελλάδα με υιοθέτησε»
Αρχισα να λατρεύω αυτή την περιεκτικότητα. Βασικό συστατικό της ελληνικής προσωπικότητας είναι η παράδοση της φιλοξενίας, «φιλία με τον ξένο». Την έχω ζήσει πολλές χιλιάδες φορές και γνωρίζω τα επίπεδα φιλοξενίας και γενναιοδωρίας που οι Ελληνες είναι ικανοί να δείξουν. Τώρα με προσκάλεσαν να γίνω μία από αυτούς -η απόλυτη πράξη φιλίας.
Η Ελλάδα (μια χώρα με πληθυσμό κάτω των 11 εκατομμυρίων) υπέστη εξαιρετικές δυσκολίες και ταραχές κατά τη διάρκεια αρκετών δεκαετιών του 20ού αιώνα, αλλά, παρά αυτές τις κρίσεις, επιβιώνει πάντα.
Αναγνωρίζω τόσα πολλά στοιχεία στη γλώσσα μας. Υπάρχουν χιλιάδες λέξεις με ελληνικές ρίζες στα αγγλικά. Μια λέξη της οποίας ένιωσα τη δύναμη κατά τη διάρκεια του lockdown ήταν η «νοσταλγία». Η λέξη «νοσταλγία» προέρχεται από την ελληνική νόστος, που σημαίνει «επιστροφή» και αλγία που σημαίνει πόνος, και αυτό ένιωσα τους τελευταίους αυτούς μήνες -τον πόνο της απουσίας, το να λείπω από ένα μέρος όπου θα ήθελα να είμαι.
Σήμερα όχι μόνο είμαι στην Ελλάδα, τη χώρα στην οποία με σύστησε η μητέρα μου, αλλά η Ελλάδα επέλεξε αυτή τη στιγμή της ζωής μου για να με υιοθετήσει. Κάτι που με κάνει απίστευτα χαρούμενη.
Πηγή: iefimerida.gr
περιγράφει η Βικτόρια Χίσλοπ σε άρθρο της στην «Daily Mail».
Είχε κάνει ελάχιστα ταξίδια στη ζωή της. Ωστόσο, όταν οι γονείς της αποφάσισαν να χωρίσουν, η μητέρα της, Μαρία, την πήρε για ένα ταξίδι μαζί με την αδερφή της στην Αθήνα. Και από τότε ένας νέος έρωτας γεννήθηκε.
Η πρώτη της επίσκεψη στην Ελλάδα
Οπως περιγράφει η Βικτόρια Χίσλοπ: Ηταν στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ημουν 17 χρόνων και αμέσως ερωτεύτηκα. Οχι ένα ντόπιο αγόρι με σκούρα μάτια, αλλά την ίδια την Ελλάδα. Αυτή η πρώτη εμπειρία του καθαρού, λαμπερού φωτός του Αιγαίου και η υπέροχη ζεστασιά του μεσογειακού ήλιου έμεινε μαζί μου έκτοτε.
Ξεκινήσαμε με επισκέψεις σε όλους τους αρχαιολογικούς χώρους, περιπλανιόμασταν με λεωφορείο, αρκετές φορές χαθήκαμε προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσουμε τις πινακίδες του δρόμου σε ένα άγνωστο αλφάβητο και σχεδόν λιώσαμε στη ζέστη του Αυγούστου. Η Αθήνα ήταν ζεστή, μπερδεμένη και θορυβώδης, αλλά λάτρεψα τα πάντα σε αυτήν.
Αφού είδαμε ό,τι μπορούσαμε στην Αθήνα, πήραμε ένα φέρι μποτ για το νησί της Πάρου, στο οποίο υπήρχαν ασβεστωμένα χωριά και εκκλησίες με μπλε θόλους. Εχοντας περάσει τις περισσότερες προηγούμενες καλοκαιρινές διακοπές στη βοτσαλωτή παραλία στο Bognor Regis, η απαλή λευκή άμμος ήταν μια αποκάλυψη.
Το νησί της Σπιναλόγκας
Η μητέρα μου άναψε τη σπίθα που πυροδότησε το διά βίου ελληνικό πάθος μου και ενέπνευσε το μυθιστόρημά μου, το «Νησί», για τη Σπιναλόγκα, ένα μικρό νησί ανοικτά των ακτών της Κρήτης, το οποίο ήταν η τελευταία κατοικία των λεπρών.
Το τηλεφώνημα από τον Κυριάκο Μητσοτάκη
Σκέφτηκα τη μητέρα μου την περασμένη εβδομάδα, όταν το τηλέφωνό μου χτύπησε στις 10 το πρωί σε ένα ήσυχο πρωινό Πέμπτης. Απάντησα στον άγνωστο αριθμό που αναβόσβηνε στην οθόνη μου και άκουσα τις απροσδόκητες λέξεις: «Εχω τον πρωθυπουργό για εσάς».
Το άτομο στη γραμμή μιλούσε ελληνικά, οπότε ήξερα ότι δεν θα ήταν ο Μπόρις Τζόνσον. Μετά άκουσα μια φωνή που μου είχε γίνει οικεία: αυτή του Κυριάκου Μητσοτάκη, του Ελληνα πρωθυπουργού. Ο κ. Μητσοτάκης με καλούσε για να μου προσφέρει τιμητική ελληνική ιθαγένεια για την προώθηση της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας και του πολιτισμού μέσω των γραπτών μου.
Το να πω ότι ήμουν ενθουσιασμένη είναι υποτιμητικό. Αλλά ήταν κρίμα που δεν μπορούσα να το μοιραστώ με τη μητέρα μου. Το τηλεφώνημα πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο, σχεδόν 4 μήνες μετά τον θάνατό της σε κέντρο φροντίδας ηλικιωμένων σε ηλικία 92 ετών. Η μητέρα μου ήταν εκεί στην αρχή της σύνδεσής μου με την Ελλάδα και χρόνια αργότερα με συνόδευσε στα ερευνητικά μου ταξίδια στην Κρήτη.
Μετά από αυτές τις πρώτες μου διακοπές με τη μητέρα μου, έγινα αυτό που θα μπορούσε να πει κανείς «φιλέλληνας», καθώς επισκεπτόμουν τη χώρα κάθε χρόνο, απολαμβάνοντας την τεράστια ποικιλία τοπίων και το υπέροχο καλοκαιρινό κλίμα.
Φυσικά, υπήρχαν ατελείωτα ταξίδια σε παρθένες παραλίες και απομονωμένους κόλπους, ακόμη και με την οικογένειά μου, τον σύζυγό μου Ιαν και τα παιδιά μας, που εξακολουθούν να επισκέπτονται μόνα τους την Ελλάδα.
Φυσικά, κάναμε εξίσου πολλές επισκέψεις απολαμβάνοντας τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό -την Αθήνα, την Κόρινθο και ιδιαίτερα την Κρήτη, όπου υπάρχουν συναρπαστικά ερείπια μινωικών ανακτόρων, που χρονολογούνται πριν από 4.000 χρόνια.
Ερείπια κατοικιών στη Σπιναλόγκα
Κάναμε επίσης, ταξίδια την άνοιξη, όταν το περπάτημα ήταν η κύρια δραστηριότητά μας. Στην Κρήτη, τα βουνά και τα φαράγγια είναι εντυπωσιακά, όπως και τα απέραντα λιβάδια με άγριο χαμομήλι, για να μην αναφέρουμε τους καταρράκτες, όπου μπορείτε να κολυμπήσετε.
Η γνωριμία με τη Σπιναλόγκα
Στη συνέχεια, το 2001, όλα άλλαξαν στις καλοκαιρινές μας διακοπές στην Κρήτη. Τα παιδιά ήταν ακόμη μικρά και προτιμούσαν να κάνουν μπάνιο σε κάποια παραλία, παρά να περνούν τον χρόνο τους σε ένα μουσείο. Εντόπισα ένα μέρος που φαινόταν να καλύπτει όλα τα «θέλω»: ένα σύντομο ταξίδι με καραβάκι σε ένα νησί όπου μπορούσε να κάνει κανείς βουτιές από τα βράχια, σε συνδυασμό με μια βόλτα γύρω από ένα ενετικό οχυρό και έναν μικρό οικισμό, κάποτε καταφύγιο των λεπρών.
Μετά από ένα σύντομο ταξίδι μόλις 10 λεπτών, φτάσαμε στη Σπιναλόγκα. Καθώς αποβιβαστήκαμε, με εντυπωσίασε η απροσδόκητη ομορφιά αυτού του μικρού νησιού. Είχα πιστέψει ότι ένα μέρος όπου οι άνθρωποι θα πήγαιναν με μία ανίατη ασθένεια θα ήταν καταθλιπτικό, αλλά μπορούσα να δω όλα τα χαρακτηριστικά μιας ακμάζουσας κοινότητας: ερείπια καταστημάτων, όμορφα σπίτια, ένας φούρνος, μια μικρή εκκλησία, ένα καφενείο. Ηταν σαφώς ένα μέρος όπου οι άνθρωποι πήγαιναν για να ζήσουν και όχι να πεθάνουν, και αυτό με γέμισε αισιοδοξία και θαυμασμό για το πώς είχαν επιζήσει.
Μια επίσκεψη στη Σπιναλόγκα την έπεισε να γράψει ένα μυθιστόρημα όπου θα αφηγούνταν τις ιστορίες των λεπρών που έζησαν εκεί
Αποφάσισα ότι ήθελα να γράψω μία ιστορία για μια ομάδα ασθενών και για το πώς θα έμοιαζε να μένεις στην εξορία, σχεδόν απέναντι από τα αγαπημένα σου πρόσωπα στην ηπειρωτική χώρα. Η μητέρα μου, ενώ ήταν πάντα υποστηρικτική για ό,τι κι αν έκανα, δεν της άρεσε η ιδέα πως θα έγραφα ένα μυθιστόρημα για πρώτη φορά και μάλιστα για το θέμα της λέπρας.
Τα συχνά ταξίδια στην Κρήτη με αφορμή το μυθιστόρημά της
Επέστρεψα στην Ελλάδα πολλές φορές τους επόμενους μήνες για να ερευνήσω το θέμα και αυτήν τη φορά εγώ είχα ζητήσει από τη μητέρα μου να έρθει μαζί μου. Περιπλανηθήκαμε, οδηγώντας σε απομακρυσμένα χωριά, απολαμβάνοντας την ατμόσφαιρα και τα διαχρονικά τοπία της Κρήτης. Ηταν πολύ διαφορετικά από τα προηγούμενα ταξίδια μας, τουλάχιστον στην Αθήνα. Πείραζα τη μητέρα μου γιατί εξακολουθούσε να είναι όμορφη και να τραβά κάποιες φορές την προσοχή των ηλικιωμένων ανδρών. Αν ήμασταν σε μια ταβέρνα, μερικές φορές μας έστελναν μια κανάτα κρασί.
Συχνά, τη χρησιμοποιούσα ως «δόλωμα», προσποιούμενη ότι τη φωτογραφίζω, όταν στην πραγματικότητα τραβούσα ένα στιγμιότυπο από ένα υπέροχο ελληνικό πρόσωπο, του οποίου η φωτογραφία θα με ενέπνεε αργότερα για έναν χαρακτήρα του βιβλίου μου. Το «Νησί» κυκλοφόρησε το 2005 και μεταφράστηκε σε 35 γλώσσες. Στη συνέχεια ακολούθησε η προσαρμογή στην ελληνική τηλεόραση και έζησα ημιμόνιμα στην Κρήτη για 18 μήνες, δουλεύοντας πάνω στο σενάριο και την παραγωγή της σειράς.
Η ελληνική φιλοξενία
Ηταν μια εποχή πλήρους εμβάπτισης στη γλώσσα, τη μουσική, τον πολιτισμό, την νοοτροπία και τον ελληνικό τρόπο ζωής. Αρχισα να έχω την αίσθηση πως «επέστρεφα σπίτι» κάθε φορά που έφθανα στην Κρήτη. Εμαθα ελληνικά με έναν τοπικό δάσκαλο και η γνώση μου για τον πολιτισμό, τη μουσική και την ποίησή της άρχισε να επεκτείνεται.
Αγόρασα ένα σπίτι στο νησί και γνώρισα πολλούς Ελληνες. Αρχισαν να μου φέρονται σαν «μία από αυτούς» που σήμαινε ότι με πήγαιναν σε μέρη που δεν ήταν τουριστικά. Θυμάμαι μια επίσκεψη σε ένα εστιατόριο σε ένα δρομάκι στον Αγιο Νικόλαο (όχι σε ένα μοντέρνο σημείο κοντά στη θάλασσα), και να τρώω φαγητό που ήταν τόσο αυθεντικό και φρεσκομαγειρεμένο, σαν να ήταν στο σπίτι κάποιου (ονομάζεται «Πόρτες», με χαρά μοιράζομαι το μυστικό).
Το ίδιο συνέβη και με τις παραλίες. Οι ντόπιοι φίλοι με πήγαν στις αγαπημένες τους, μία που ονομάζεται Βούλισμα, που έχει μια καλύβα στην μία άκρη και σερβίρει μόνο σουβλάκι και σαλάτα, αλλά είναι τα καλύτερα του κόσμου.
Οι Ελληνες είναι ένας πολύ φιλόξενος λαός. Εάν εμφανιστείς σε ένα πολυσύχναστο εστιατόριο, δεν θα σε αφήσουν να φύγεις. Θα μετακινήσουν μερικά τραπέζια, για να χωρέσεις κι εσύ. Εάν πας σε γάμο στην Κρήτη, δεν υπάρχουν μόνο μερικοί εκατοντάδες καλεσμένοι, αλλά μερικές χιλιάδες (αν και αυτό φέτος έχει αλλάξει, λόγω κορωνοϊού).
«Η Ελλάδα με υιοθέτησε»
Αρχισα να λατρεύω αυτή την περιεκτικότητα. Βασικό συστατικό της ελληνικής προσωπικότητας είναι η παράδοση της φιλοξενίας, «φιλία με τον ξένο». Την έχω ζήσει πολλές χιλιάδες φορές και γνωρίζω τα επίπεδα φιλοξενίας και γενναιοδωρίας που οι Ελληνες είναι ικανοί να δείξουν. Τώρα με προσκάλεσαν να γίνω μία από αυτούς -η απόλυτη πράξη φιλίας.
Η Ελλάδα (μια χώρα με πληθυσμό κάτω των 11 εκατομμυρίων) υπέστη εξαιρετικές δυσκολίες και ταραχές κατά τη διάρκεια αρκετών δεκαετιών του 20ού αιώνα, αλλά, παρά αυτές τις κρίσεις, επιβιώνει πάντα.
Αναγνωρίζω τόσα πολλά στοιχεία στη γλώσσα μας. Υπάρχουν χιλιάδες λέξεις με ελληνικές ρίζες στα αγγλικά. Μια λέξη της οποίας ένιωσα τη δύναμη κατά τη διάρκεια του lockdown ήταν η «νοσταλγία». Η λέξη «νοσταλγία» προέρχεται από την ελληνική νόστος, που σημαίνει «επιστροφή» και αλγία που σημαίνει πόνος, και αυτό ένιωσα τους τελευταίους αυτούς μήνες -τον πόνο της απουσίας, το να λείπω από ένα μέρος όπου θα ήθελα να είμαι.
Σήμερα όχι μόνο είμαι στην Ελλάδα, τη χώρα στην οποία με σύστησε η μητέρα μου, αλλά η Ελλάδα επέλεξε αυτή τη στιγμή της ζωής μου για να με υιοθετήσει. Κάτι που με κάνει απίστευτα χαρούμενη.
Πηγή: iefimerida.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου