Θα πρέπει να θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι μετά την εμπειρία της πανδημίας, το μοντέλο των μετακινήσεων στη Θεσσαλονίκη θα διαφοροποιηθεί σημαντικά.
Πρώτο μέλημα των κυβερνήσεων και των επιστημόνων ανά τον κόσμο είναι ασφαλώς η υγειονομική θωράκιση των κοινωνιών έναντι του covid-19, καθώς και η αντιμετώπιση των δραματικών επιπτώσεων στην οικονομία. Σε δεύτερο επίπεδο, ωστόσο, αρχίζουν σιγά σιγά να ανιχνεύονται και οι επιδράσεις που φέρνει η πανδημία στην εν γένει καθημερινότητα των πολιτών.
Μία από τις παραμέτρους που επηρεάστηκαν αποφασιστικά είναι αυτή των καθημερινών μετακινήσεων. Όχι μόνο κατά την περίοδο του lockdown όταν έτσι κι αλλιώς οι μετακινήσεις είχαν συρρικνωθεί στο ελάχιστο, αλλά και μετέπειτα.
Αποφασιστικός παράγοντας στη σημαντική μείωση των καθημερινών μετακινήσεων υπήρξε η κατακόρυφη αύξηση της τηλεργασίας. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, το ποσοστό αυτό εκτινάχθηκε έως και στο 50% παγκοσμίως κατά την περίοδο του lockdown, από περίπου 10% έως 15% που ήταν προ κορωνοϊού. Ωστόσο, το πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι πολλές επιχειρήσεις διατήρησαν σε υψηλό επίπεδο την εξ αποστάσεως απασχόληση και μετά την άρση των περιορισμών. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα το ποσοστό τηλεργασίας μετά την άρση της καραντίνας διατηρήθηκε στο 19%, ενώ το ποσοστό των επιχειρήσεων στις ΗΠΑ που δηλώνουν ότι θα διατηρήσουν σε κάποιο βαθμό την τηλεργασία αγγίζει το 80%.
Σύμφωνα με τις υπάρχουσες εκτιμήσεις, ασχέτως των επιδημιολογικών εξελίξεων τους επόμενους μήνες, θεωρείται βέβαιο ότι το ποσοστό της τηλεργασίας θα διατηρηθεί σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με την προ κορωνοϊού εποχή, καθώς, πολλές επιχειρήσεις διαπίστωσαν ότι αυτό τις συμφέρει επειδή η εξ αποστάσεως απασχόληση είναι εξ ίσου αποτελεσματική και λιγότερο κοστοβόρα. Συνεπώς, οι κοινωνίες και ειδικότερα οι μεγαλουπόλεις θα πρέπει να σχεδιάζουν και να λογαριάζουν έχοντας κατά νου ότι τα επόμενα χρόνια οι καθημερινές μετακινήσεις θα βαίνουν διαρκώς μειούμενες.
Η συζήτηση αυτή αφορά ασφαλώς και τη Θεσσαλονίκη η οποία πασχίζει ακόμη να υλοποιήσει ένα συγκοινωνιακό μοντέλο το οποίο σχεδιάστηκε πριν από τουλάχιστον είκοσι με τριάντα χρόνια. Το χειρότερο είναι ότι κανείς μέχρι σήμερα δεν φαίνεται να προβληματίζεται για την εγκυρότητα και τη χρησιμότητα αυτού του μοντέλου και να θέτει προς συζήτηση την ανάγκη για την αναθεώρησή του. Οι προτεραιότητες εξακολουθούν να τίθενται, είτε εμπειρικά είτε ως αποτέλεσμα διαφόρων πιέσεων, πολιτικών, τοπικιστικών, συντεχνιακών και άλλων.
Στις παλιές καλές εποχές στο πολεοδομικό συγκρότημα καταγράφονταν περί τα δύο εκατομμύρια καθημερινές μετακινήσεις. Εξ αυτών περίπου το 30% με 35% γίνονταν μέσω του ΟΑΣΘ, όταν ο Οργανισμός ήταν ακόμη στα καλά του. Τα πρώτα μνημονιακά χρόνια, κατά την περίοδο 2010-2013 οι μετακινήσεις περιορίστηκαν σημαντικά, αλλά στη συνέχεια επανέκαμψαν, χωρίς ωστόσο να φτάσουν στα προ μνημονίων επίπεδα.
Τους τελευταίους μήνες, εν μέσω κορωνοϊού, οι μετακινήσεις συρρικνώθηκαν ακόμη περισσότερο, χωρίς όμως να υπάρχουν ακριβή στοιχεία, καθώς κανείς δεν φρόντισε να τα καταγράψει. Θα πρέπει, ωστόσο, να θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι μετά την εμπειρία της πανδημίας, το μοντέλο των μετακινήσεων στη Θεσσαλονίκη θα διαφοροποιηθεί σημαντικά. Τόσο ως προς την ποσότητα, όσο και ως προς τα μέσα τα οποία θα επιλέγουν οι πολίτες για τις μετακινήσεις τους.
Όλα αυτά θα πρέπει να μελετηθούν άμεσα ώστε να υπάρξουν αξιόπιστα επιστημονικά εργαλεία για τον καλύτερο δυνατό συγκοινωνιακό σχεδιασμό της πόλης. Μόνον έτσι θα ληφθούν ορθές αποφάσεις, τόσο για τις δημόσιες συγκοινωνίες, όσο και για τα αναγκαία έργα υποδομής. Για το τι αλλαγές θα πρέπει για παράδειγμα να γίνουν στον σημερινό ΟΑΣΘ, για το πως πρέπει να λειτουργήσει και να αναπτυχθεί το δίκτυο του μετρό το οποίο, στην καλύτερη των περιπτώσεων, δύσκολα θα έχει διψήφιο μερίδιο στο ποσοστό των μετακινήσεων, για το τι μέλλει γενέσθαι με άλλα σχέδια που βρίσκονται στο τραπέζι όπως η διαπλάτυνση της περιφερειακής, η θαλάσσια συγκοινωνία κ.ο.κ.
Το επιχείρημα το οποίο ακούγεται εδώ και πολλά χρόνια είναι ότι η Θεσσαλονίκη είναι από τις πλέον μελετημένες πόλεις στην Ελλάδα. Ωστόσο, πολυμελετημένη δεν σημαίνει αναγκαστικά και καλομελετημένη. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η επίδραση του κορωνοϊού στη λειτουργία των μεγαλουπόλεων, άρα και της Θεσσαλονίκης είναι τέτοια που επιβάλλει νέες προσεγγίσεις σε όλους τους τομείς· από το επιχειρείν και την κτηματαγορά, ως τις κοινωνικές, πολιτιστικές και λοιπές δραστηριότητες. Όλα αυτά, όμως, συνδέονται με την καθημερινή μας μετακίνηση, γι' αυτό και είναι ανάγκη να ξεκινήσουμε απ' αυτό τους αναστοχασμούς μας. Πηγή: voria.gr
Πρώτο μέλημα των κυβερνήσεων και των επιστημόνων ανά τον κόσμο είναι ασφαλώς η υγειονομική θωράκιση των κοινωνιών έναντι του covid-19, καθώς και η αντιμετώπιση των δραματικών επιπτώσεων στην οικονομία. Σε δεύτερο επίπεδο, ωστόσο, αρχίζουν σιγά σιγά να ανιχνεύονται και οι επιδράσεις που φέρνει η πανδημία στην εν γένει καθημερινότητα των πολιτών.
Μία από τις παραμέτρους που επηρεάστηκαν αποφασιστικά είναι αυτή των καθημερινών μετακινήσεων. Όχι μόνο κατά την περίοδο του lockdown όταν έτσι κι αλλιώς οι μετακινήσεις είχαν συρρικνωθεί στο ελάχιστο, αλλά και μετέπειτα.
Αποφασιστικός παράγοντας στη σημαντική μείωση των καθημερινών μετακινήσεων υπήρξε η κατακόρυφη αύξηση της τηλεργασίας. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, το ποσοστό αυτό εκτινάχθηκε έως και στο 50% παγκοσμίως κατά την περίοδο του lockdown, από περίπου 10% έως 15% που ήταν προ κορωνοϊού. Ωστόσο, το πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι πολλές επιχειρήσεις διατήρησαν σε υψηλό επίπεδο την εξ αποστάσεως απασχόληση και μετά την άρση των περιορισμών. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα το ποσοστό τηλεργασίας μετά την άρση της καραντίνας διατηρήθηκε στο 19%, ενώ το ποσοστό των επιχειρήσεων στις ΗΠΑ που δηλώνουν ότι θα διατηρήσουν σε κάποιο βαθμό την τηλεργασία αγγίζει το 80%.
Σύμφωνα με τις υπάρχουσες εκτιμήσεις, ασχέτως των επιδημιολογικών εξελίξεων τους επόμενους μήνες, θεωρείται βέβαιο ότι το ποσοστό της τηλεργασίας θα διατηρηθεί σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με την προ κορωνοϊού εποχή, καθώς, πολλές επιχειρήσεις διαπίστωσαν ότι αυτό τις συμφέρει επειδή η εξ αποστάσεως απασχόληση είναι εξ ίσου αποτελεσματική και λιγότερο κοστοβόρα. Συνεπώς, οι κοινωνίες και ειδικότερα οι μεγαλουπόλεις θα πρέπει να σχεδιάζουν και να λογαριάζουν έχοντας κατά νου ότι τα επόμενα χρόνια οι καθημερινές μετακινήσεις θα βαίνουν διαρκώς μειούμενες.
Η συζήτηση αυτή αφορά ασφαλώς και τη Θεσσαλονίκη η οποία πασχίζει ακόμη να υλοποιήσει ένα συγκοινωνιακό μοντέλο το οποίο σχεδιάστηκε πριν από τουλάχιστον είκοσι με τριάντα χρόνια. Το χειρότερο είναι ότι κανείς μέχρι σήμερα δεν φαίνεται να προβληματίζεται για την εγκυρότητα και τη χρησιμότητα αυτού του μοντέλου και να θέτει προς συζήτηση την ανάγκη για την αναθεώρησή του. Οι προτεραιότητες εξακολουθούν να τίθενται, είτε εμπειρικά είτε ως αποτέλεσμα διαφόρων πιέσεων, πολιτικών, τοπικιστικών, συντεχνιακών και άλλων.
Στις παλιές καλές εποχές στο πολεοδομικό συγκρότημα καταγράφονταν περί τα δύο εκατομμύρια καθημερινές μετακινήσεις. Εξ αυτών περίπου το 30% με 35% γίνονταν μέσω του ΟΑΣΘ, όταν ο Οργανισμός ήταν ακόμη στα καλά του. Τα πρώτα μνημονιακά χρόνια, κατά την περίοδο 2010-2013 οι μετακινήσεις περιορίστηκαν σημαντικά, αλλά στη συνέχεια επανέκαμψαν, χωρίς ωστόσο να φτάσουν στα προ μνημονίων επίπεδα.
Τους τελευταίους μήνες, εν μέσω κορωνοϊού, οι μετακινήσεις συρρικνώθηκαν ακόμη περισσότερο, χωρίς όμως να υπάρχουν ακριβή στοιχεία, καθώς κανείς δεν φρόντισε να τα καταγράψει. Θα πρέπει, ωστόσο, να θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι μετά την εμπειρία της πανδημίας, το μοντέλο των μετακινήσεων στη Θεσσαλονίκη θα διαφοροποιηθεί σημαντικά. Τόσο ως προς την ποσότητα, όσο και ως προς τα μέσα τα οποία θα επιλέγουν οι πολίτες για τις μετακινήσεις τους.
Όλα αυτά θα πρέπει να μελετηθούν άμεσα ώστε να υπάρξουν αξιόπιστα επιστημονικά εργαλεία για τον καλύτερο δυνατό συγκοινωνιακό σχεδιασμό της πόλης. Μόνον έτσι θα ληφθούν ορθές αποφάσεις, τόσο για τις δημόσιες συγκοινωνίες, όσο και για τα αναγκαία έργα υποδομής. Για το τι αλλαγές θα πρέπει για παράδειγμα να γίνουν στον σημερινό ΟΑΣΘ, για το πως πρέπει να λειτουργήσει και να αναπτυχθεί το δίκτυο του μετρό το οποίο, στην καλύτερη των περιπτώσεων, δύσκολα θα έχει διψήφιο μερίδιο στο ποσοστό των μετακινήσεων, για το τι μέλλει γενέσθαι με άλλα σχέδια που βρίσκονται στο τραπέζι όπως η διαπλάτυνση της περιφερειακής, η θαλάσσια συγκοινωνία κ.ο.κ.
Το επιχείρημα το οποίο ακούγεται εδώ και πολλά χρόνια είναι ότι η Θεσσαλονίκη είναι από τις πλέον μελετημένες πόλεις στην Ελλάδα. Ωστόσο, πολυμελετημένη δεν σημαίνει αναγκαστικά και καλομελετημένη. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η επίδραση του κορωνοϊού στη λειτουργία των μεγαλουπόλεων, άρα και της Θεσσαλονίκης είναι τέτοια που επιβάλλει νέες προσεγγίσεις σε όλους τους τομείς· από το επιχειρείν και την κτηματαγορά, ως τις κοινωνικές, πολιτιστικές και λοιπές δραστηριότητες. Όλα αυτά, όμως, συνδέονται με την καθημερινή μας μετακίνηση, γι' αυτό και είναι ανάγκη να ξεκινήσουμε απ' αυτό τους αναστοχασμούς μας. Πηγή: voria.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου