Στο λόφο που δεσπόζει στην Άνω Τούμπα έχει ανακαλυφθεί ένας προϊστορικός οικισμός που μετράει 4.000 χρόνια και έχει δώσει το όνομα του στην περιοχή.
Η συνοικία της Τούμπας κρύβει ένα από τα ωραιότερα και αρχαιότερα μυστικά της Θεσσαλονίκης, που συνδέεται μάλιστα άρρηκτα και με το όνομα της.
Στον λόφο που δεσπόζει στην Άνω Τούμπα και από όπου μπορεί να ατενίσει κανείς όλη τη Θεσσαλονίκη έχει ανακαλυφθεί ένας προϊστορικός οικισμός που μετράει περίπου 4.000 χρόνια. Αυτό το ύψωμα μάλιστα, που ονομάζεται τούμπα, ευθύνεται και για το όνομα της περιοχής.
Οι πρώτες ανασκαφές ξεκίνησαν το 1984 από τον καθηγητή Γεώργιο Χουρμουζιάδη και έκτοτε την αρχαιολογική έρευνα έχει αναλάβει το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Ο λόφος, ύψους περίπου 25 μέτρων, είναι αποτέλεσμα συνεχούς κατοίκησης από το 2000 π.Χ. μέχρι την ίδρυση της Θεσσαλονίκης το 300 π.Χ, οπότε και οι κάτοικοι εικάζεται ότι απορροφήθηκαν από τη νέα πόλη που χτίστηκε στο σημείο.
«Ο οικισμός πάει την ιστορία της πόλης 4.000 χρόνια πίσω. Είναι στην ουσία ο πρόγονος της Θέρμης, της πόλης που φαίνεται να προϋπήρχε στην περιοχή πριν την ίδρυση της Θεσσαλονίκης» δηλώνει στη Voria.gr ο επικεφαλής των ανασκαφών και ομότιμος καθηγητής του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο ΑΠΘ, Στέλιος Ανδρέου.
Σύμφωνα με τον ίδιο, τα ευρήματα των ανασκαφών δείχνουν πως οι άνθρωποι του οικισμού έχτιζαν μεγάλα σπίτια, που έφταναν τα 200 με 300 τμ το καθένα και ζούσαν σε μικρές κοινότητες. Είχαν ξεχωριστούς χώρους για τις διαφορετικές λειτουργίες της οικίας, όπως αποθηκευτικούς χώρους στους οποίους βρέθηκαν πιθάρια ύψους μέχρι και 2 μέτρων.
Χρησιμοποιούσαν χαλκό για να κατασκευάσουν εργαλεία και όπλα ενώ ασχολιόντουσαν και με την μεταλλουργία. Οι κάτοικοι επιδίδονταν ακόμα και στην καλλιέργεια, εκμεταλλευόμενοι τα δύο ρέματα που έρρεαν στην περιοχή.
Στις ανασκαφές βρέθηκαν επίσης πλούσια διακοσμημένα κεραμικά σκεύη που φανερώνουν ότι η κοινότητα ασχολούνταν έντονα με την κεραμική ενώ την ενδιέφερε πέραν από τη χρηστικότητα και η καλαισθησία των αντικειμένων. «Τους άρεσε να εξελίσσονται και είχαν σχέση με την τέχνη, δεν ενδιαφέρονταν μόνο να κυνηγήσουν, να τραφούν και να επιβιώσουν» σχολιάζει ο αρχιτέκτονας της ανασκαφής, Γεώργιος Βλαχοδήμος.
Παρότι ο οικισμός υπολογίζεται ότι δεν φιλοξενούσε περισσότερα από 500 άτομα, μετά το 1000 π.Χ. απλώθηκε και πέρα από την τούμπα σε έκταση περίπου 400 στρεμμάτων. Μάλιστα έχουν βρεθεί και τα κοιμητήρια του κοντά στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας.
Ο χώρος φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε και κατά τα Βυζαντινά χρόνια, μάλλον ως νεκροταφείο ενώ ξαναζωντάνεψε για τα καλά στην περίοδο του Α Παγκοσμίου Πολέμου καθώς εκεί κατασκήνωναν οι εκστρατευτικές δυνάμεις. Μετά το 1922, ο λόφος πήρε ξανά ζωή καθώς περιμετρικά της τούμπας άρχισε να δημιουργείται ο καταυλισμός των προσφύγων που έφτασαν στη Θεσσαλονίκη από τη Μικρά Ασία.
Η ιδιαιτερότητα του χώρου
Είναι αλήθεια πως ελάχιστοι γνωρίζουν για την ύπαρξη του αρχαιολογικού χώρου και δη για την ιστορία του.
Αυτό εν μέρει οφείλεται στο γεγονός ότι ο χώρος δεν είναι επισκέψιμος και τα απομεινάρια του οικισμού καλύπτονται σε όλη την επιφάνεια τους από λαμαρίνες.
«Τα σπίτια του οικισμού είναι φτιαγμένα από πλιθιά, δηλαδή από χώμα, πηλό. Αυτό δημιουργεί τεράστια προβλήματα στο να γίνει ο χώρος επισκέψιμος. Γιατί ακόμα και αν μείνει καλυμμένος κάτω από στέγαστρα, αρχίζει και διαλύεται. Και επειδή δεν έχουν βρεθεί μέχρι τώρα οι κατάλληλες τεχνικές για την προστασία του, αναγκαζόμαστε να τον έχουμε καλυμμένο με ύφασμα και λαμαρίνες» τονίζει ο καθηγητής Ανδρέου.
Το ίδιο πρόβλημα εντοπίζεται και σε άλλους αντίστοιχους οικισμούς σε Ευρώπη και Μέση Ανατολή, με την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα να προσπαθεί να βρει μεθόδους έκθεσης τέτοιων μνημείων που να εγγυώνται παράλληλα και την προστασία τους.
Εξαιτίας αυτής της ιδιαιτερότητας, η επικεφαλής ομάδα των ανασκαφών προσανατολίζεται στην ψηφιακή αναπαράσταση του προϊστορικού οικισμού ώστε ο επισκέπτης προσερχόμενος στον χώρο να μπορεί έστω και μέσω ενός υπολογιστή ή ipad να δει πως ήταν ο οικισμός.
Μάλιστα έχουν ήδη γίνει πολλά βήματα προς την κατεύθυνση αυτή ενώ πρόσφατα έγινε η αποτύπωση του χώρου μέσω ενός μηχανήματος ακριβείας, του laser scanner.
«Στο τμήμα της ανάδειξης προσανατολιζόμαστε στο να έχουμε ένα προϊόν και να το δείχνουμε. Προσανατολιζόμαστε σε κάποιες τρισδιάστατες απεικονίσεις είτε για το πως είναι ο χώρος τώρα είτε και αναπαραστάσεις του πως ήταν ο χώρος σε όλες τις οικοδομικές φάσεις. Έχουμε όλο το υλικό ώστε να το κάνουμε αυτό και προσπαθούμε και με το laser scanning να έχουμε μια απόλυτη ακρίβεια και ένα καλύτερο αποτέλεσμα» δηλώνει στη voria.gr o αρχιτέκτονας της ανασκαφής Γεώργιος Βλαχοδήμος.
Ο χώρος ανοίγει τα τελευταία χρόνια μόνο κατά την περίοδο που πραγματοποιούνται ανασκαφές για εκπαιδευτικούς λόγους από τους φοιτητές του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Ακόμα, πραγματοποιούνται και εκπαιδευτικά προγράμματα όπου μαθητές έχουν την ευκαιρία να ξεναγηθούν, να δουν πως ήταν ένας αργαλειός της εποχής του οικισμού αλλά και να συμμετέχουν σε εργαστήρια κεραμικής όπου μαθαίνουν πως φτιάχνονταν τότε τα κεραμικά σκεύη.
Η ελλιπής ανάδειξη
Εντύπωση προξενεί ότι παρά την ιστορική αξία του αρχαιολογικού χώρου, δεν υπάρχει στην περιοχή μια πινακίδα που να οδηγεί στο σημείο ή έστω να δίνει κάποιες πληροφορίες για τον προϊστορικό οικισμό. Ανεβαίνοντας κανείς στην κορυφή της τούμπας, παρατηρεί πως η περίφραξη είναι ελλιπής και ο δρόμος της ανάβασης απότομος.
Χαρακτηριστικό είναι ακόμα ότι λίγο πιο κάτω από την τούμπα υπάρχει αναξιοποίητο οικόπεδο εξαιτίας του ότι βρέθηκαν υπολείμματα του οικισμού σε αυτό, τα οποία αυτή τη στιγμή χορταριάζουν και βρίσκονται στο έλεος των καιρικών συνθηκών.
«Έχουν γίνει κάποιες επαφές και διενέργειες με τον δήμο Θεσσαλονίκης αλλά και την ΙΣΤ εφορία αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης για τον εξωραϊσμό του χώρου, έστω για τα πιο απλά πράγματα. Αναφέρω παραδείγματος χάριν το ξεχορτάριασμα, τη δημιουργία κάποιων πλατωμάτων ή διαμορφώσεων του εδάφους ώστε να είναι πιο εύκολα προσβάσιμος ο χώρος, την καλύτερη περίφραξη του αρχαιολογικού χώρου αλλά και τον φωτισμό του περιμετρικά» τονίζει ο κ. Βλαχοδήμος συμπληρώνοντας ότι παρά τις προτάσεις του πανεπιστήμιου για μια ελάχιστη ανάδειξη του χώρου, δεν έχει επιτευχθεί τίποτε ακόμα.
«Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει ακόμα και από την οδό Γρηγορίου Λαμπράκη ότι εκεί υπάρχει ένας αρχαιολογικός χώρος, δεν υπάρχει καμία πληροφόρηση» συμπληρώνει.
«Μου έχει τύχει προσωπικά να συνοδεύω προσκεκλημένους επιστήμονες από το εξωτερικό για να δουν τον χώρο, οι οποίοι ερχόμενοι από τον περιφερειακό βλέπουν την πινακίδα «Τούμπα» και μένουν έκπληκτοι νομίζοντας ότι αναφέρονται στον αρχαιολογικό χώρο. Και αναγκάζομαι να τους πω ότι οι ταμπέλες αφορούν δυστυχώς την περιοχή συνολικά και όχι τον χώρο» διηγείται ο αρχιτέκτονας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου είτε σε συνδυασμό με άλλα μνημεία και μουσεία είτε με την ένταξη του σε αρχαιολογικούς περιπάτους θα φέρει κόσμο στην περιοχή και θα έχει ένα ευρύτερο κοινωνικό όφελος.
Στην πρόταση ανάδειξης του μνημείου από την ομάδα εντάσσονται και τα προσφυγικά σπίτια που υπάρχουν στις παρυφές της τούμπας, κάποια εκ των οποίων μάλιστα πρόσκεινται στον αρχαιολογικό χώρο, αφού ο ένας τοίχος τους αποτελείται ουσιαστικά από πέτρες του οικισμού.
Η επιστημονική ομάδα αυτή τη στιγμή έχει ετοιμάσει τρία διαφορετικά σενάρια ανάδειξης της τούμπας, προσαρμοσμένα σε διαφορετικές συνθήκες και βαλάντια, και βρίσκεται σε αναζήτηση χρηματοδότησης για την επίτευξη τους.
Πηγή: voria.gr
Η συνοικία της Τούμπας κρύβει ένα από τα ωραιότερα και αρχαιότερα μυστικά της Θεσσαλονίκης, που συνδέεται μάλιστα άρρηκτα και με το όνομα της.
Στον λόφο που δεσπόζει στην Άνω Τούμπα και από όπου μπορεί να ατενίσει κανείς όλη τη Θεσσαλονίκη έχει ανακαλυφθεί ένας προϊστορικός οικισμός που μετράει περίπου 4.000 χρόνια. Αυτό το ύψωμα μάλιστα, που ονομάζεται τούμπα, ευθύνεται και για το όνομα της περιοχής.
Οι πρώτες ανασκαφές ξεκίνησαν το 1984 από τον καθηγητή Γεώργιο Χουρμουζιάδη και έκτοτε την αρχαιολογική έρευνα έχει αναλάβει το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Ο λόφος, ύψους περίπου 25 μέτρων, είναι αποτέλεσμα συνεχούς κατοίκησης από το 2000 π.Χ. μέχρι την ίδρυση της Θεσσαλονίκης το 300 π.Χ, οπότε και οι κάτοικοι εικάζεται ότι απορροφήθηκαν από τη νέα πόλη που χτίστηκε στο σημείο.
«Ο οικισμός πάει την ιστορία της πόλης 4.000 χρόνια πίσω. Είναι στην ουσία ο πρόγονος της Θέρμης, της πόλης που φαίνεται να προϋπήρχε στην περιοχή πριν την ίδρυση της Θεσσαλονίκης» δηλώνει στη Voria.gr ο επικεφαλής των ανασκαφών και ομότιμος καθηγητής του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο ΑΠΘ, Στέλιος Ανδρέου.
Σύμφωνα με τον ίδιο, τα ευρήματα των ανασκαφών δείχνουν πως οι άνθρωποι του οικισμού έχτιζαν μεγάλα σπίτια, που έφταναν τα 200 με 300 τμ το καθένα και ζούσαν σε μικρές κοινότητες. Είχαν ξεχωριστούς χώρους για τις διαφορετικές λειτουργίες της οικίας, όπως αποθηκευτικούς χώρους στους οποίους βρέθηκαν πιθάρια ύψους μέχρι και 2 μέτρων.
Χρησιμοποιούσαν χαλκό για να κατασκευάσουν εργαλεία και όπλα ενώ ασχολιόντουσαν και με την μεταλλουργία. Οι κάτοικοι επιδίδονταν ακόμα και στην καλλιέργεια, εκμεταλλευόμενοι τα δύο ρέματα που έρρεαν στην περιοχή.
Στις ανασκαφές βρέθηκαν επίσης πλούσια διακοσμημένα κεραμικά σκεύη που φανερώνουν ότι η κοινότητα ασχολούνταν έντονα με την κεραμική ενώ την ενδιέφερε πέραν από τη χρηστικότητα και η καλαισθησία των αντικειμένων. «Τους άρεσε να εξελίσσονται και είχαν σχέση με την τέχνη, δεν ενδιαφέρονταν μόνο να κυνηγήσουν, να τραφούν και να επιβιώσουν» σχολιάζει ο αρχιτέκτονας της ανασκαφής, Γεώργιος Βλαχοδήμος.
Παρότι ο οικισμός υπολογίζεται ότι δεν φιλοξενούσε περισσότερα από 500 άτομα, μετά το 1000 π.Χ. απλώθηκε και πέρα από την τούμπα σε έκταση περίπου 400 στρεμμάτων. Μάλιστα έχουν βρεθεί και τα κοιμητήρια του κοντά στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας.
Ο χώρος φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε και κατά τα Βυζαντινά χρόνια, μάλλον ως νεκροταφείο ενώ ξαναζωντάνεψε για τα καλά στην περίοδο του Α Παγκοσμίου Πολέμου καθώς εκεί κατασκήνωναν οι εκστρατευτικές δυνάμεις. Μετά το 1922, ο λόφος πήρε ξανά ζωή καθώς περιμετρικά της τούμπας άρχισε να δημιουργείται ο καταυλισμός των προσφύγων που έφτασαν στη Θεσσαλονίκη από τη Μικρά Ασία.
Η ιδιαιτερότητα του χώρου
Είναι αλήθεια πως ελάχιστοι γνωρίζουν για την ύπαρξη του αρχαιολογικού χώρου και δη για την ιστορία του.
Αυτό εν μέρει οφείλεται στο γεγονός ότι ο χώρος δεν είναι επισκέψιμος και τα απομεινάρια του οικισμού καλύπτονται σε όλη την επιφάνεια τους από λαμαρίνες.
«Τα σπίτια του οικισμού είναι φτιαγμένα από πλιθιά, δηλαδή από χώμα, πηλό. Αυτό δημιουργεί τεράστια προβλήματα στο να γίνει ο χώρος επισκέψιμος. Γιατί ακόμα και αν μείνει καλυμμένος κάτω από στέγαστρα, αρχίζει και διαλύεται. Και επειδή δεν έχουν βρεθεί μέχρι τώρα οι κατάλληλες τεχνικές για την προστασία του, αναγκαζόμαστε να τον έχουμε καλυμμένο με ύφασμα και λαμαρίνες» τονίζει ο καθηγητής Ανδρέου.
Το ίδιο πρόβλημα εντοπίζεται και σε άλλους αντίστοιχους οικισμούς σε Ευρώπη και Μέση Ανατολή, με την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα να προσπαθεί να βρει μεθόδους έκθεσης τέτοιων μνημείων που να εγγυώνται παράλληλα και την προστασία τους.
Εξαιτίας αυτής της ιδιαιτερότητας, η επικεφαλής ομάδα των ανασκαφών προσανατολίζεται στην ψηφιακή αναπαράσταση του προϊστορικού οικισμού ώστε ο επισκέπτης προσερχόμενος στον χώρο να μπορεί έστω και μέσω ενός υπολογιστή ή ipad να δει πως ήταν ο οικισμός.
Μάλιστα έχουν ήδη γίνει πολλά βήματα προς την κατεύθυνση αυτή ενώ πρόσφατα έγινε η αποτύπωση του χώρου μέσω ενός μηχανήματος ακριβείας, του laser scanner.
«Στο τμήμα της ανάδειξης προσανατολιζόμαστε στο να έχουμε ένα προϊόν και να το δείχνουμε. Προσανατολιζόμαστε σε κάποιες τρισδιάστατες απεικονίσεις είτε για το πως είναι ο χώρος τώρα είτε και αναπαραστάσεις του πως ήταν ο χώρος σε όλες τις οικοδομικές φάσεις. Έχουμε όλο το υλικό ώστε να το κάνουμε αυτό και προσπαθούμε και με το laser scanning να έχουμε μια απόλυτη ακρίβεια και ένα καλύτερο αποτέλεσμα» δηλώνει στη voria.gr o αρχιτέκτονας της ανασκαφής Γεώργιος Βλαχοδήμος.
Ο χώρος ανοίγει τα τελευταία χρόνια μόνο κατά την περίοδο που πραγματοποιούνται ανασκαφές για εκπαιδευτικούς λόγους από τους φοιτητές του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Ακόμα, πραγματοποιούνται και εκπαιδευτικά προγράμματα όπου μαθητές έχουν την ευκαιρία να ξεναγηθούν, να δουν πως ήταν ένας αργαλειός της εποχής του οικισμού αλλά και να συμμετέχουν σε εργαστήρια κεραμικής όπου μαθαίνουν πως φτιάχνονταν τότε τα κεραμικά σκεύη.
Η ελλιπής ανάδειξη
Εντύπωση προξενεί ότι παρά την ιστορική αξία του αρχαιολογικού χώρου, δεν υπάρχει στην περιοχή μια πινακίδα που να οδηγεί στο σημείο ή έστω να δίνει κάποιες πληροφορίες για τον προϊστορικό οικισμό. Ανεβαίνοντας κανείς στην κορυφή της τούμπας, παρατηρεί πως η περίφραξη είναι ελλιπής και ο δρόμος της ανάβασης απότομος.
Χαρακτηριστικό είναι ακόμα ότι λίγο πιο κάτω από την τούμπα υπάρχει αναξιοποίητο οικόπεδο εξαιτίας του ότι βρέθηκαν υπολείμματα του οικισμού σε αυτό, τα οποία αυτή τη στιγμή χορταριάζουν και βρίσκονται στο έλεος των καιρικών συνθηκών.
«Έχουν γίνει κάποιες επαφές και διενέργειες με τον δήμο Θεσσαλονίκης αλλά και την ΙΣΤ εφορία αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης για τον εξωραϊσμό του χώρου, έστω για τα πιο απλά πράγματα. Αναφέρω παραδείγματος χάριν το ξεχορτάριασμα, τη δημιουργία κάποιων πλατωμάτων ή διαμορφώσεων του εδάφους ώστε να είναι πιο εύκολα προσβάσιμος ο χώρος, την καλύτερη περίφραξη του αρχαιολογικού χώρου αλλά και τον φωτισμό του περιμετρικά» τονίζει ο κ. Βλαχοδήμος συμπληρώνοντας ότι παρά τις προτάσεις του πανεπιστήμιου για μια ελάχιστη ανάδειξη του χώρου, δεν έχει επιτευχθεί τίποτε ακόμα.
«Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει ακόμα και από την οδό Γρηγορίου Λαμπράκη ότι εκεί υπάρχει ένας αρχαιολογικός χώρος, δεν υπάρχει καμία πληροφόρηση» συμπληρώνει.
«Μου έχει τύχει προσωπικά να συνοδεύω προσκεκλημένους επιστήμονες από το εξωτερικό για να δουν τον χώρο, οι οποίοι ερχόμενοι από τον περιφερειακό βλέπουν την πινακίδα «Τούμπα» και μένουν έκπληκτοι νομίζοντας ότι αναφέρονται στον αρχαιολογικό χώρο. Και αναγκάζομαι να τους πω ότι οι ταμπέλες αφορούν δυστυχώς την περιοχή συνολικά και όχι τον χώρο» διηγείται ο αρχιτέκτονας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου είτε σε συνδυασμό με άλλα μνημεία και μουσεία είτε με την ένταξη του σε αρχαιολογικούς περιπάτους θα φέρει κόσμο στην περιοχή και θα έχει ένα ευρύτερο κοινωνικό όφελος.
Στην πρόταση ανάδειξης του μνημείου από την ομάδα εντάσσονται και τα προσφυγικά σπίτια που υπάρχουν στις παρυφές της τούμπας, κάποια εκ των οποίων μάλιστα πρόσκεινται στον αρχαιολογικό χώρο, αφού ο ένας τοίχος τους αποτελείται ουσιαστικά από πέτρες του οικισμού.
Η επιστημονική ομάδα αυτή τη στιγμή έχει ετοιμάσει τρία διαφορετικά σενάρια ανάδειξης της τούμπας, προσαρμοσμένα σε διαφορετικές συνθήκες και βαλάντια, και βρίσκεται σε αναζήτηση χρηματοδότησης για την επίτευξη τους.
Πηγή: voria.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου