Translate (μεταφραση)

Πέμπτη 29 Ιουνίου 2017

Οριστική απόφαση-βόμβα του ΣτΕ: Στο αρχείο χιλιάδες πρόστιμα – Καταργούνται όλες οι φορολογικές λίστες

Μια απόφαση-σταθμό για εκατοντάδες χιλιάδες φορολογουμένους και επιχειρήσεις εξέδωσε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ).


Ομόφωνα οι δικαστές αποφάσισαν ότι είναι αντισυνταγματικές οι συνεχείς παρατάσεις της παραγραφής στους φορολογικούς ελέγχους. Πλέον, οδεύουν προς το αρχείο χιλιάδες πρόστιμα και εκκρεμείς φορολογικές υποθέσεις, ενώ στον αέρα βρίσκεται η έρευνα για τις πολυδιαφημισμένες λίστες των Ελλήνων καταθετών του εξωτερικού.

Το ΣτΕ έκρινε ότι η παραγραφή των φορολογικών αξιώσεων είναι πενταετής, με δικαίωμα παράτασης για πολύ μικρό χρονικό διάστημα.

Είχαν προηγηθεί ανάλογες αποφάσεις τμημάτων του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια για οριστική κρίση. Με την καθαρογραφή της απόφασης, αυτή θα γίνει νομικό όπλο για χιλιάδες φορολογουμένους στους οποίους έχουν επιβληθεί υψηλά πρόστιμα για πολύ παλιές φορολογικές παραβάσεις.

Όμως, η πάγια τακτική του υπουργείου Οικονομικών να παρατείνει συνεχώς το χρόνο παραγραφής των φορολογικών ελέγχων είχε ως αποτέλεσμα μία ιδιότυπη ομηρεία των φορολογουμένων αλλά και την επιβάρυνση της διοίκησης, χωρίς κανένα οικονομικό όφελος.
«Φορολογικοί έλεγχοι σε εύλογο χρονικό διάστημα»

Ο φορολογούμενος πρέπει εκ των προτέρων να γνωρίζει για πόσα χρόνια θα υπόκειται σε φορολογικό έλεγχο και η διοίκηση είναι υποχρεωμένη βάσει του Συντάγματος, να καθορίζει αυτόν το χρόνο. Είναι το βασικό σημείο του σκεπτικού της ομόφωνης απόφασης του ΣτΕ.

Οι ανώτατοι δικαστές, έχοντας ως παραδείγματα φορολογούμενους και εταιρείες που ελέγχονται για προ 20ετίας χρήσης, περιγράφουν στην απόφαση τους ένα καθεστώς ιδιότυπης ομηρίας. Ο φορολογικός τους έλεγχος πρέπει να γίνεται για εύλογο χρονικό διάστημα, λένε στην απόφασή τους και επικαλούνται τα σημερινά δεδομένα όπου οι δυνατότητες ελέγχου είναι πλέον τέτοιες που απλοποιούν τις δυνατότητες ενός σύντομου ελέγχου.

Κατά το ΣτΕ, «οι φορολογούμενοι ελέγχονται για πάρα πολλά έτη, καλούνται να πληρώσουν υψηλά πρόστιμα κι αυτό μπορεί να οδηγήσει στην οικονομική καταστροφή τους».
«Για λόγους δημοσίου συμφέροντος»

Λόγους δημοσίου συμφέροντος επικαλούνται στην απόφαση τους οι δικαστές του ΣτΕ: «Η διοίκηση –λένε- δεν μπορεί να οργανωθεί καθώς ασχολείται με παλιές υποθέσεις. Όμως, μια εταιρεία που πιθανόν να υπέπεσε σε φοροδιαφυγή πριν από 21 χρόνια, σήμερα είναι πιθανό, λόγω και της οικονομικής κατάστασης να μην μπορεί να καταβάλει φόρους».

Για τους δικαστές, η παρελθούσα φοροδιαφυγή δεν αποφέρει κέρδη στα δημόσια ταμεία. «Επιβαρύνεται η διοίηκηση, χωρίς οικονομικό όφελος», λένε. Και επιπλέον, δεν έχουν ούτε το χρόνο, ούτε το ανθρώπινο δυναμικό να «κυνηγήσουν» την τρέχουσα φοροδιαφυγή.

Στο σκεπτικό τους οι σύμβουλοι Επικρατείας αναφέρουν: «Εν όψει της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 του Συντάγματος) η παραγραφή πρέπει να έχει εύλογη διάρκεια ενόψει μάλιστα του ότι πλέον διευκολύνεται η διαδικασία ελέγχου τόσο λόγω των σύγχρονων ηλεκτρονικών μεθόδων ελέγχου όσο και λόγω του γεγονότος ότι πολλά δεδομένα που αφορούν την πάσης φύσεως οικονομική δραστηριότητα των φορολογουμένων (π.χ. εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, τόκους καταθέσεων, κ.λπ.) εισάγονται στο σύστημα ηλεκτρονικής υποβολής των δηλώσεων φόρου εισοδήματος, χωρίς να χρειάζονται καμία ενέργεια εκ μέρους των φορολογουμένων, έτσι δεν δικαιολογείται ο καθορισμός μακρού χρόνου παραγραφής πέραν των χρονικών ορίων που όριζαν οι προϊσχύουσες διατάξεις, σε χρόνο κατά τον οποίο η φορολογική διοίκηση δεν διέθετε τα εργαλεία αυτά».

Άλλωστε, συνεχίζει το ΣτΕ, «η ταχύτητα των εξελίξεων σε όλους τους τομείς μεταξύ των οποίων και ο οικονομικός και ο επιχειρηματικός επιβάλλει προς προστασία του δημοσίου συμφέροντος την ταχύτητα κατά το δυνατόν εκκαθάρισης των υποχρεώσεων των φορολογουμένων, προκειμένου να προγραμματίζουν την οικονομική τους δραστηριότητα, να γνωρίζουν τις οφειλές τους επικαίρως και κατά τακτά και σχετικώς μικρά χρονικά διαστήματα διότι η συσσώρευση των οφειλών πολλών ετών, λόγω μη της παρόδου μακρού χρόνου διενέργειας ελέγχου για περισσότερα έτη και εκδόσεως των σχετικών καταλογιστικών πράξεων και η αξίωση συγχρόνου καταβολής αυτών, μπορεί να δημιουργήσει σοβαρά οικονομικά προβλήματα σε φυσικά και νομικά πρόσωπα».

Κατά το ΣτΕ, οι συνεχείς παρατάσεις παραγραφής των φορολογικών αξιώσεων αντίκειται στην αρχή της ασφάλειας δικαίου διατάξεις του άρθρου 78 του Συντάγματος (που απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου), γιατί παρατείνουν την προθεσμία παραγραφής φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου αναγομένων σε ημερολογιακά έτη προγενέστερα του προηγουμένου της δημοσίευσης των σχετικών νόμων ετών».

Σε άλλο σημείο της αποφάσεως αναφέρεται ότι παρατείνεται διαδοχικώς ο χρόνος παραγραφής φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου λίγο πριν από την λήξη είτε της αρχικής παραγραφής είτε της προηγούμενης παρατάσεως αυτής ώστε η θεσπιζόμενη με το άρθρο 84 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ως κανόνας πενταετής παραγραφή να φαίνεται ότι δεν έχει πλέον σε καμία περίπτωση εφαρμογή για τις φορολογικές υποχρεώσεις που γεννήθηκαν κατά τις χρήσεις στις οποίες αφορούν.

Παράλληλα, οι σύμβουλοι Επικρατείας επισημαίνουν για την επιβολή φορολογικών επιβαρύνσεων απαιτείται να εφαρμόζεται προθεσμία παραγραφής, η οποία πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων και να είναι επαρκώς προβλέψιμη από τον φορολογούμενο. Η παραγραφή αυτή πρέπει, επίσης, να έχει, συνολικά, εύλογη διάρκεια, δηλαδή να συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας, ενώ η μεταβολή της με την πρόβλεψη επιμηκύνσεως είναι δυνατή μόνον υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος, δηλαδή με διάταξη θεσπιζόμενη το αργότερο το επόμενο της γενέσεως της φορολογικής υποχρεώσεως έτος.

Ακόμη, αναφέρουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, ότι διάταξη νόμου περί παρατάσεως χρόνου παραγραφής φορολογικών αξιώσεων, των οποίων η έναρξη του χρόνου παραγραφής είναι προγενέστερη του προηγουμένου της δημοσιεύσεως του νόμου αυτού ημερολογιακού έτους, είναι ανίσχυρη ως αντίθετη στην απορρέουσα από την αρχή του κράτους δικαίου αρχή της ασφάλειας δικαίου.

Η υπόθεση κριθηκε από το ΣτΕ μετά από προσφυγή εταιρείας εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων στην οποία, μετά από έλεγχο στα εισοδήματά της του έτους 2002, ο προϊστάμενος της Διαπεριφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου (ΔΕΚ) Αθηνών ο προϊστάμενος του Κέντρου Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων επέβαλε σε βάρος της κύριο φόρο 3.986.826 ευρώ και πρόσθετο φόρο 11.102.850 ευρώ, λόγω ανακριβούς δήλωσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου